δημοτικιστής

δημοτικιστής
ο (θηλ. δημοτικίστρια, η) οπαδός τού δημοτικισμού ή τής δημοτικής γλώσσας στον προφορικό και τον γραπτό λόγο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα 'Αστυ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • δημοτικιστής — ο θηλ. δημοτικίστρια αυτός που υποστηρίζει το δημοτικισμό, είναι φίλος του: Οι δημοτικιστές έδωσαν σκληρή μάχη για την καθιέρωση της δημοτικής σε όλα τα επίπεδα του λόγου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βλαστός — I Επώνυμο λογίων, από διάφορες περιόδους της ελληνικής ιστορίας, κυρίως κρητικής καταγωγής. 1. Αλέξανδρος (1816 – 1844). Γιατρός από τη Χίο. Το 1822 κατέφυγε στην Τεργέστη για να αποφύγει τους διωγμούς των Τούρκων. Ο ίδιος σπούδασε ιατρική στη… …   Dictionary of Greek

  • Βηλαράς, Ιωάννης — (Κύθηρα 1771 – Τσεπέλοβο, Ήπειρος 1823). Ιατροφιλόσοφος, ποιητής και πρωτοπόρος του γλωσσικού ζητήματος. Η οικογένειά του καταγόταν από τα Ιωάννινα, όπου μεγάλωσε και ο ίδιος. Σπούδασε ιατρική στην Ιταλία και ύστερα έζησε στα Ιωάννινα ως γιατρός… …   Dictionary of Greek

  • Νουμάς — Πολιτικό, κοινωνικό και φιλολογικό περιοδικό των πρώτων δεκαετιών του αιώνα μας. Το ίδρυσε ο λογοτέχνης Δημήτριος Π. Ταγκόπουλος τον Ιανουάριο του 1903, με ευρύτερους αρχικά στόχους· στο πρώτο φύλλο, όπου γνωστοποιούσε το πρόγραμμα του Νουμά (που …   Dictionary of Greek

  • Πάλλης, Αλέξανδρος — I (Πειραιάς 1851 – Λίβερπουλ 1935). Έλληνας λογοτέχνης και μεταφραστής. Το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του έζησε στο εξωτερικό. Φοίτησε για λίγο στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και ύστερα πήγε στην Αγγλία, στο Λίβερπουλ, όπου… …   Dictionary of Greek

  • Παρορίτης, Κώστας — (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Λεωνίδα Σουρέα, Παρόρι Σπάρτης 1878 – Αθήνα 1931). Έλληνας πεζογράφος. Σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και υπηρέτησε ως εκπαιδευτικός. Ήταν δημοτικιστής με σοσιαλιστικό ιδεολογικό προσανατολισμό, που δεν… …   Dictionary of Greek

  • ψυχαριστής — ο θηλ. ψυχαρίστρια οπαδός του Ψυχάρη, άκρος δημοτικιστής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”